- κεφαλαλγώ
- (ΑΜ κεφαλαλγῶ, -έω) [κεφαλαλγής]υποφέρω από πονοκεφάλους, έχω πονοκέφαλοαρχ.(μτβ.) κάνω κάποιον να υποφέρει από κεφαλαλγία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κεφαλαλγῶ — κεφαλαλγέω suffer from headache pres subj act 1st sg (attic epic doric) κεφαλαλγέω suffer from headache pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλάλγημα — κεφαλάλγημα, τὸ (Α) [κεφαλαλγώ] κεφαλαλγία, πονοκέφαλος … Dictionary of Greek
κεφαλαλγία — η (ΑΜ κεφαλαλγία) [κεφαλαλγώ] γενική ονομασία όλων τών πόνων τής κεφαλής, πονοκέφαλος («οὔτε ποδάγρας ἀπαλλάττει καλτίκιος οὔτε διάδημα κεφαλαλγίας», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
κεφαλαργώ — κεφαλαργῶ, έω (Α) (μτγν τ. αντί κεφαλαλγώ) προξενώ πονοκέφαλο σε κάποιον, ζαλίζω κάποιον («κεφαλαργεῑ ἐνοχλεῑ λαλῶν», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλαργῶ, με ανομοίωση] … Dictionary of Greek